- καταλογάδην
- (AM καταλογάδην)επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λογ-άδ-ην (< λογάς < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.